καταπότιον

καταπότιον
κατά , ἀπό-τίω
imperf ind act 3rd pl (attic epic)
κατά , ἀπό-τίω
imperf ind act 1st sg (attic epic)
καταπότῑον , κατά , ἀπό-τίω
imperf ind act 3rd pl (epic ionic)
καταπότῑον , κατά , ἀπό-τίω
imperf ind act 1st sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταπότι — το (AM καταπότιον) [καταπότης] φάρμακο από ζυμωμένες στερεές ουσίες σε σχήμα σφαιριδίου που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κατάποση, χάπι …   Dictionary of Greek

  • κοκκάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 973 κάτ.) της Σάμου. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή του νησιού, 10 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαθέος του νομού Σάμου. Ο παραθαλάσσιος οικισμός Κοκκάρι στη Σάμο. * * * το (AM κοκκάριον) …   Dictionary of Greek

  • κυλικίς — κυλικίς, ίδος, ή (AM) μικρή κύλικα μσν. φάρμακο, καταπότιον αρχ. θήκη φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, ικ ος + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. αιλουρ ίς, σταφυλ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”